θολότητα

θολότητα
η
το να είναι κάτι θολό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θολότητα — η (Μ θολότης) [θολός] η ιδιότητα τού θολού, η έλλειψη διαύγειας …   Dictionary of Greek

  • αμυδρότητα — η (Α ἀμυδρότης) [ἀμυδρός] 1. σκοτεινότητα, θολότητα 2. ασάφεια 3. εξασθένηση, ατονία, αδυναμία …   Dictionary of Greek

  • θολάδα — η [θολός] 1. θολότητα, θολούρα, έλλειψη διαύγειας ή διαφάνειας, απουσία λαμπρότητας ή καθαρότητας 2. μτφ. (για πρόσ.) ζάλη, σκοτούρα, θαμπωμάρα, θάμπωμα …   Dictionary of Greek

  • θολερότητα — η (Α θολερότης) [θολερός] η ιδιότητα τού θολερού, θολότητα, σκοτεινάδα, σχετική σκιερότητα, ημιδιαφάνεια νεοελλ. φρ. α) «θολερότητα τού κερατοειδούς» απώλεια της διαφάνειας μιας περιοχής τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού β) «θολερότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • θολούρα — η [θολός] 1. θολότητα 2. νεφελώδης καιρός, συννεφιά, σκοτεινιά, επερχόμενη κακοκαιρία …   Dictionary of Greek

  • θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… …   Dictionary of Greek

  • μουντάδα — η [μουντός] σκοτεινότητα, θαμπάδα, θολότητα, θολούρα …   Dictionary of Greek

  • βακτηριόλυση — Η καταστροφή της μεμβράνης των βακτηριδίων, τα οποία έτσι βγαίνουν στο γύρω περιβάλλον, οπότε μειώνεται η θολότητα του αιωρήματος, δίνοντας την εντύπωση ότι οι μικροοργανισμοί διαλύθηκαν. Η β. είναι δυνατόν να προκληθεί τόσο από φυσικές και… …   Dictionary of Greek

  • Κουμά — (Kuma). Ονομασία δύο ποταμών της Ρωσίας. 1. Ποταμός (802 χλμ.) στον βόρειο Καύκασο, στη Δημοκρατία της Καλμουκίας. Έχει επιφάνεια λεκάνης απορροής 33.500 τ. χλμ. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές της οροσειράς Σκαλίστι. Στον άνω ρου του διέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • θολούρα — η 1. θολότητα, έλλειψη διαύγειας. 2. θολό νερό: Βουτήχτηκε μέσα στη θολούρα. – Ήπιε θολούρα. 3. ανακάτεμα, μπέρδεμα: Έχω θολούρα στο μυαλό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”